31.12.11

Γυμνή


Στο χρόνο, γένους αρσενικού.
Σ΄ αυτόν που φεύγει
σημαδεμένος από την απουσία της παρουσίας σου.
Στο παγκάκι εκείνης της νύχτας,
που δεν ξημέρωσε ποτέ.
Στον «ιδιωτικό μου γκρεμό»,
φορτωμένο με σκέψεις και φωνές.
Στις ώρες που μένουν
και επιμένουν ανεκμετάλλευτες.
Σε εσένα που μόνο είπες, κάποτε.
Μπ.

Ίσως να φαίνεται
ότι γράφω για κάτι το εντελώς διαφορετικό
αλλά γράφω πάντοτε για το ίδιο γεγονός:
την αποσύνθεση του ονείρου.
Αυτά τα μικρά αγάλματα στο τζάκι-
Όπως συνεχώς καταστρέφονται από τον χρόνο.
Το πρόσωπό μου στον καθρέφτη
όπως έχει διαχωριστεί
στο δικό σου προσωπείο
και το δικό μου.

Αυτό είναι το τέλος του δρόμου
είχες κάποτε πει. Θα έλεγα ότι
αυτή είναι η άκρη
του ιδιωτικού μας γκρεμού.
Πάρε το προσωπείο μου.
Προτιμώ τα σκοτεινά τοπία.
Τα μαύρα πάρκα.
Σκόπευσα ποτέ στο φως;
Αυτή την αστραφτερή φωτογραφία.
Πάρε την από δω.
Δεν έχει σχέση μ΄ εμάς.
Όπως η απουσία κυριαρχεί.
Η παράλογη εκδοχή της ιστορίας.

Μην προσπαθείς να μ΄ εξημερώσεις
ή να μου προσφέρεις τη θηλυκή μου μορφή.
Ανήκω αλλού.
Οι απολαύσεις μου
είναι αυτές του νου.

Εκτός τόπου και χρόνου.

22.12.11

Ασανσέρ


Έτσι οι άνθρωποι παραπονιούνται περιμένοντας το λεωφορείο, «μόνο το δικό μου δεν περνάει», περνούν λοιπόν τη ζωή τους περιμένοντας να περάσει το δικό τους, όμως κανενός «δικό» δεν περνάει γιατί περνάει πάντα των άλλων κι έτσι εγώ, φίλοι μου, ή θα πάρω το επόμενο ή θα πάω σπίτι με τα πόδια.

11.12.11

Ευθύνη


Ίσως να ευθύνεται η παραζάλη της ψυχής μου,
αλλά η συντομία των ονείρων,
όσο κι αν κούρνιασε,
δεν φυλακίστηκε σε κανένα χάδι,
μόνο σε κάθε αναίμακτο και βιαστικό φιλί
κρέμασε τη γύμνια της
με μιά ηδονή σαρκαστική.

2.12.11

Οι μέρες που ζούμε


Ο έρωτας είναι περίεργο πράγμα
τώρα που η πόλη καίγεται
κι οι νύχτες μοιάζουν με λαμπάδες
αν κάτι με κρατά απ' το να σ' αγαπήσω
είναι που δεν τολμά να βάλει τέλος
ο χειμώνας
από έγνοια μην τερματίσει την ελπίδα
στα χείλη
που 'χουν μείνει δίχως φιλί
κι αυτή η πόλη τρομαγμένη κι ανέραστη
περιμένει στην άκρη μιας άλλης πόλης

εχτές το μετρό
κουβαλούσε εμάς
απεργούς, διαδηλωτές, αργόσχολους κι αυτούς
που έτυχε να είναι εκεί
εγώ ένας από αυτούς
αυτή την ώρα τη μεσημεριανή
που δεν έλεγε η βροχή να κοπάσει
εχτές στο μετρό
πρόσεξα για πρώτη φορά
δίπλα στο διπλό τζάμι
γερμανικής κατασκευής
τον απηνιδωτή
μπορεί και να μου τον έδειξε κάποιος
μια κάποια άλλη φορά
μα χτες το βλέμμα μου σκόνταψε πάνω του
και σκάλωσε

σε περίπτωση ανάγκης σκέφτηκα
τι μάταιο να προβλέπεις
αυτό που ήδη ξέρεις
πονάμε περισσότερο γι' αυτά που θα ζήσουμε
αυτή η ανέραστη πόλη
δεν έχει ανάστημα
μόνο κραδαίνει τις πατερίτσες
πάνω από τα κεφάλια μας
σαν θεός τιμωρός
μην τύχει κι ερωτευτούμε
μην τύχει κι ελπίσουμε σε κάτι

και κάτι μέσα μου
σκιρτά
οι αισιόδοξοι θα πουν
ο πρώτος χτύπος
οι λιγότερο αισιόδοξοι
θα το ονομάσουν αναλαμπή
όπως η φωτιά που ορθώνεται λίγο πριν κάψει
και το τελευταίο οχυρό
μετά θα σβήσει

η στάχτη δεν καίγεται

26.11.11

Αυτή


Μένει σε μια στέρφα γη του Νότου.
Μένει μόνη.
Η άνοιξη ανοίγει σαν λεπίδα εκεί.
Ταξιδεύω όλη μέρα σε τρένα και φέρνω πολλά βιβλία-

μερικά για τη μητέρα μου, μερικά για μένα
ανάμεσά τους και τα Άπαντα της Έμιλυ Μπροντέ.
Αυτή είναι η αγαπημένη μου συγγραφέας.

Και ο βασικός φόβος μου επίσης, που έχω σκοπό ν' αντιμετωπίσω.
Όποτε επισκέπτομαι τη μητέρα μου
είναι λες και γίνομαι η Έμιλυ Μπροντέ,
η μοναχική ζωή μου με περιστοιχίζει σαν στέρφα γη,
το άχαρό μου σώμα να βαρυπατεί στα λασποτόπια με μια αίσθηση μετάπλασης
που σβήνει σαν πλησιάσω την είσοδο της κουζίνας.
Ποιο κρέας είναι, Έμιλυ, που χρειαζόμαστε;


Μτφρ: Ε. Παναγιώτου

7.11.11

Το σπίτι στους 40 δρόμους


Ακόμα
Πόλεις νησιά
Μια χώρα
Τοπωνύμια
Δήμοι φυλές

Ακόμα
Μια μοναδική
Αφηρημένη έννοια
Εντελώς αφηρημένη
Η ελπίδα

Κάτι θα σήμαιναν
Οι οδοδείχτες στη διαδρομή
Οι σύντομοι σταθμοί

Κενοί στο χώρο
Χώροι συνεχόμενοι
Βαγόνια του συρμού

Τα πάντα ρει

Οι ράγες έχουν τιναχτεί,
μπάζα, σώματα
Σηματοδότες σκοτεινοί

2.11.11

Πέθανα για την Ομορφιά



Πέθανα για την Ομορφιά - και πάνω
Που είχα βολευτεί μέσα στον Τάφο
Που πέθανε για την Αλήθεια Κάποιος, έμπαινε
Σε διπλανό Δωμάτιο -
Με ρώτησε ψιθυριστά «Τι έφταιξε»;
«Η Ομορφιά», του απάντησα -
«Σ' εμένα - η Αλήθεια - Όμοια τα Δυό -
Είμαστε, Αδέρφια», είπε -
Κι έτσι, σαν Συγγενείς, μιας Νύχτας -
Τα λέγαμε απ' τα Δώματά μας -
Βρύα ώσπου έφτασαν στα χείλη μας -
Και σκέπασαν - τα ονόματά μας -



Μτφρ.: Ε. Συναδινού

5.10.11

Παράσιτα


Βλέμμα σπατάλησες
κοιτώντας δυο παράθυρα
όπως όπως, όταν, άμα.
Λόγια σκόρπισες
ντύνοντας τις υποσχέσεις
με ανυπαρξία.
Ψέμα έστησες
φτιάχνοντας ζωή
χωρίς κρίκους.
Μα δεν θα πεισθώ ποτέ
για κείνους που παρασιτούν επάνω σου
που σε θέλουν μικρό
στο μεγαλείο της ασημαντότητά τους.
Να μπορούσες να κοιτάξεις
από την κλειδαρότρυπα της ζωής σου
πώς σε βλέπουν.
Τότε, μόνο θα καταλάβεις.
Ποτέ.
Ίσως επειδή πρέπει να σκύψεις.

19.9.11

Μετά


Μετά θα γίνω άμμος.

Κόκαλα άσπρα κελύφη
Δόντια μαργαριτάρια.

Θα βάψει το αίμα μου κοράλλια
Ψάρια τα σπλάχνα μου θα ταΐσουν.

Και τα μαλλιά θα κολυμπούν με φύκια
Και των μαλλιών μου η λάμψη στα ρηχά θα παίζει.

Κι όλο το δέρμα μου άμμος
Ζέστη, απαλή στα πόδια των παιδιών.

Χάδι δροσιάς τη νύχτα στων εραστών τις πλάτες
Υγρή αγκαλιά των κοχυλιών, αστρόσκονη.

Και πρώτη ύλη παλατιών που ο άνεμος γκρεμίζει.

13.9.11

Αθυρόστομος περίπατος


«Η συνουσία στη φύση είναι πέτρα κρεμασμένη από ένα σκάφανδρο που οδηγεί διαρκώς προς το άπειρο», συλλογιζόταν ενώ περπατούσε και το μυαλό του οξυγονώθηκε, έλυνε κόμβους κι έκοβε δεσμούς. Ήταν θαμνό, αλλά ένιωθε δέντρο. Είχε ρίζα, μα δεν έπιανε στα χέρια του κλαδιά. Περπατούσε στο λασπόδασος κι άφηνε τις πατημασιές του να γίνονται γίγαντες. «Διώχθηκα από τη συνουσία», σκεφτόταν. «Ο καβγάς μας γέννησε εσπεριδοειδή». Έπαιρνε δρόμο κι εκείνος τον άφηνε. Θα γύριζε αλλά κλωτσιά στα σκέλη δεύτερη δεν θ' άντεχαν τ' αχλάδια. Έτσι, είπε να πατήσει σιωπηλά στα πατήματα, να βουλιάξει τα γουρούνια του στις λάσπες. Βούλιαζε ξανά και ξανά και κάθε πίδακας ήταν γη κολλημένη στο πέλμα του. Έφτασε πίσω στης συνουσίας το μέρος, εκεί που το ζαχαροκάλαμο καμάκωσε ένα ψάρι. Στο μυαλό του, η Γκρέτελ φούσκωνε το στήθος της με σιλικόνη από γάλα πλαστικό. Ο Μινώταυρος -ο Μίνωας του ταύρου ο γιος- χτενιζόταν στο μπουντουάρ. Έπεφτε βαθιά στη νοσταλγία κατακέφαλα. Πνεύμα δεν υπήρχε κάτω απ' τα πόδια, μόνο που και που κάτι μύγες απήγαγαν το σώμα του, από έρωτα. Εκείνος γαργαλούσε γέλια και έσπερνε πένθος. Σε κείνο το σημείο μέτρησε σαλιγκάρια αντί για πρόβατα. 104 στο μέτρημα - ήρθε η ώρα που τον παίρνει ο ύπνος. Κι έγειρε σ' αυτό το τρίτο πόδι της κεραίας τους. Κάπου εκεί αυτό το ακέφαλο σέλας τον δάγκωσε κι εκείνος από θαμνό έγινε ο φύλακας και το χρυσό κοράκι. Κι όλο αυτό επειδή ήπιε λίγο γάλα και μέθυσε.

29.8.11

Επεισόδια στο αγροτεμάχιο 2



Αξύριστοι και πεινασμένοι
ή όπως ο Πλάτων αναφέρει
κλητοί και άκλητοι, παράσιτοι, σκιαί
παίρνουν το θλιβερό σαρκίο απ' τα δείπνα
και μπαίνουν με τα κλοπιμαία τους στο χωραφάκι.

Τότε είναι που τρελαίνονται τ' αηδόνια
και σταματάνε το τραγούδι τους
για να τσιμπήσουν από της χλεύης το πανί

ενώ στην Πιερία νοτισμένες οι κλεψύδρες
τα άγρια στοιχήματα αναλαμβάνουν περί χρέους.

13.8.11

Ούτε και δω



Ούτε και δω στην ξενητιά που μ’ έχει ρίξει,
καθώς με συγκυλά, της δυστυχίας το κύμα,
βρήκα την ταφική τού ναυαγίου γαλήνη.
Τα σωθικά μου αν τάχη η μαύρη δίψα φρίξει
κι’ αν η φωνή μου απ’ την κραυγή του πόνου σβήνη,
μα πάντα θάμαι του όνειρου ταστείο θύμα.
Καθώς φωτίζαν πάνω μου τα δυο σου μάτια,
των λογισμών μου σκίζοντας το μαύρο βύθος,
το δρόμο προς τα χείλη σου βρήκα άθελά μου.
Κοίτομαι εμπρός σου κι’ ονειρεύομαι παλάτια
νεραϊδικά, σαν απ’ αυτά που θέλει ο μύθος
και δεν κυττάζω πως θεός στη ζωή μπαίνεις
Εσύ, και μένα πόσο ανάξιο το ένδυμά μου...

11.8.11

Ποιο κορμί σε ταξιδεύει



Εγώ εδώ και εσύ αλλού το ξημερώνουμε
πέντε μερόνυχτα η καρδιά μου περιμένει
δε βρήκες λόγια να μου πεις ότι τελειώνουμε
κι έχω χαθεί εκεί που τ' όνειρο πεθαίνει.

Εγώ εδώ και εσύ αλλού το ξημερώνουμε
μα στη καρδιά μου τη μορφή σου θα κρατάω
σώμα με σώμα με το πόνο θ' ανταμώνουμε
και εγώ ο τρελός που τόσο ακόμα σ' αγαπάω

Ποιο κορμί σε ταξιδεύει
κι η καρδιά μου δραπετεύει
σαν σκιά μεσ' τη σκιά σου αλητεύει
μέσα στου μυαλού τη ζάλη
δε συγκρίνεσαι με άλλη
έλα για λίγο να σε δω και φεύγεις πάλι
έλα για λίγο να σε δω και φεύγεις πάλι

δε ξέρω πια αν ειν' αλήθεια η παραίσθηση
όμως αυτή ή ερημιά μ' έχει διαλύσει
δε το πιστεύω ειλικρινά δεν έχω αίσθηση
πώς τόσο απλά χωρίς μιλιά βρήκες τη λύση

Ποιο κορμί σε ταξιδεύει
κι η καρδιά μου δραπετεύει
σαν σκιά μεσ' τη σκιά σου αλητεύει
μέσα στου μυαλού τη ζάλη
δε συγκρίνεσαι με άλλη
έλα για λίγο να σε δω και φεύγεις πάλι
έλα για λίγο να σε δω και φεύγεις πάλι

Ποιο κορμί σε ταξιδεύει
κι η καρδιά μου δραπετεύει
σαν σκιά μεσ' τη σκιά σου αλητεύει
μέσα στου μυαλού τη ζάλη
δε συγκρίνεσαι με άλλη
έλα για λίγο να σε δω και φεύγεις πάλι
έλα για λίγο να σε δω και φεύγεις πάλι.

5.8.11

Σαν νερό στην επιφάνεια του κόσμου

Σαν απομίμηση της περασμένης νεότητας
Σαν τασάκι για τη στάχτη του χαμένου παρόντος
Εγώ.
Μπ.

Βίνσεντ βαν Γκογκ. Νυκτερινό καφέ στην Πλατεία Λαμαρτίνου στην Αρλ. 1888.


Κάθεται μόνος, στην άκρη του μπαρ.
Εκεί που κάθεται κανέναν δεν προσμένει
Το μαρτυράει του σώματος η στάση
η εγκατάλειψη μέσα στο ποτό
η ξεχασμένη καύτρα που καίει σαν σκέψη
και πεθαμένη προσγειώνεται το επόμενο λεπτό.
Oμως κάθε φορά που ανοίγει η πόρτα
με ελπίδα, γιατί, γυρνάει τάχα το κεφάλι;
Αν όχι από συνήθεια, τι να προσμένει ο γέρος τούτος πάλι;
Γυναίκες στολισμένες κι ολόδροσα κορίτσια αδιάφορα χαζεύει
ενδόμυχα φοβάται αλλά στο βάθος πάντα ελπίζει
πως το δικό του φάντασμα ένα βράδυ
20 χρόνια νεότερο την πόρτα αυτή θα διασχίσει
μπροστά του θα σταθεί για τελευταία φορά
και θα τον χαιρετίσει.


Τραγουδάνε.
Τραγουδάνε λες και είναι η τελευταία φορά
λες κι είναι η τελευταία νύχτα
«Μ' έκαψες που να καείς
σαν το κεράκι της αυγής».
Ο νεότερος θα 'ναι 70 χρονών οι άλλοι ανεβαίνουν ακόμα.
Τραγουδάνε στην κορυφή της χώρας
λες κι είναι η κορυφή του κόσμου
ενώ ο κόσμος αγνοεί ακόμα και την ύπαρξη του νησιού
Τραγουδάνε τη ζωή τους σε μια νύχτα
τη μέρα τους στη θάλασσα, στην κουζίνα, στ' αμπέλι,
το μόχθο τους που νύχτωσε κι έγινε μια φωνή βραχνή
από τα σπλάχνα της γης βγαλμένη.
Ρίχνουν κατόπι βήματα ανακατεμένα στο χορό
σαν να 'ναι τράπουλα της μοίρας.
Με μαντινάδες ζαλίζουνε το χάρο,
με το συρτό τον ξεγελούν.
Με γέλια, και λίγα δόντια που έμειναν γερά,
Ζωή δαγκώνουν και με κρασί την καταπίνουν.

30.7.11

Στους πέντε ανέμους



Με σκόρπησες ξανά στους πέντε ανέμους
για μια φορά ακόμη με εκδικείσαι
να είσαι εδώ και όμως να μην είσαι
κι ενώ πως δεν θα φύγεις προσποιείσαι
μα γίνεσαι άνεμος κι εσύ, γίνεσαι άνεμος και συ

Με σκόρπησες ξανά στους πέντε ανέμους
για μια φορά ακόμα με παιδεύεις
μ΄ ένα τίποτα με συντροφεύεις
κι από το τίποτα τα πάντα κλέβεις


και γίνεσαι άνεμος κι εσύ, γίνεσαι άνεμος και συ

Κι εγώ σαν άνεμος θα φύγω θα χαθώ
κι όπως θα φεύγω φως μου, θα σε ονειρευτώ
να μ΄ αγκαλιάζεις κι εγώ να προσπαθώ
για μια φορά να σ΄ αρνηθώ, θα σ΄αρνηθώ
κι εγώ σαν άνεμος θα φύγω θα χαθώ
κι όπως θα φεύγω φως μου, θα ερωτευτώ
τους πέντε άνεμους μ΄ αυτούς θα ξεχαστώ
και δεν θα ξαναρθώ

Με σκόρπησες ξανά στους πέντε ανέμους
τα χρόνια μου μαζί τους να ξοδεύω
αγκάλιασα κι εγώ τους πέντε ανέμους
κι απ΄ ό,τι σε θυμίζει δραπετεύω

και γίνομαι άνεμος και ΄γω, γίνομαι άνεμος και ΄γω.

Με σκόρπησες ξανά στους πέντε ανέμους
και τώρα πια μ΄αυτούς θα ταξιδεύω.
λάτρεψα κι εγώ τους πέντε ανέμους
τις νύχτες τους φιλώ και τους χαϊδεύω
και γίνομαι άνεμος κι εγώ.

20.7.11

Και απέστρεψαν το πρόσωπό τους




Και η Αφροδίτη
πρόβαλε γυμνή
έτσι όπως την ξέβγαλε
η Πέτρα του Ρωμιού
και άρχισε να περιφέρεται
στους δρόμους της ημικατεχόμενης Λευκωσίας.
Να τριγυρίζει ανάμεσα στους περαστικούς
και αυτοί να την προσπερνούν
χωρίς να δίνουν καμιά σημασία.
Να καταφεύγει στην πράσινη γραμμή
και οι στρατιώτες
να αποστρέφουν το πρόσωπο.
Να προσπαθεί
να πιάσει κουβέντα
με τους θαμώνες των καφέ και των ορθάδικων
κι αυτοί να πίνουν αμίλητοι
το αναψυκτικό και τον καφέ τους.
Θέλησε τότε
να ψηλαφήσει το κορμί της.
Όλες οι διαστάσεις στη θέση τους.
Οι γοφοί ελκυστικοί όπως πάντα
τα στήθια ζουμερά όπως πάντα
το αιδοίο υγρό όσο ποτέ.

Και τότε κατάλαβε
Μια Αφροδίτη
δεν είχε απολύτως καμιά θέση
στην ημικατεχόμενη Λευκωσία.

8.7.11

Θα σε θυμάμαι




Αν στήνει ο καπνός παγίδες
φτερά σηκώνω και πετώ
από ψηλά να σε κοιτάζω
τα βήματα σου να μετρώ

Τα πιο μεγάλα σ' αγαπώ
της μοναξιάς τραγούδια θα 'ναι
θα σε θυμάμαι

Τα πιο μεγάλα σ' αγαπώ
έμαθα πάντα να φοβάμαι
θα σε θυμάμαι

Κι αν σε τραβήξουν οι χειμώνες
στον παγωμένο τους βυθό
απ' το δικό μου καλοκαίρι
ήλιο να πάρεις κι ουρανό.

4.7.11

Κατάκτηση



Ακόμη κι αν η μουσική,
Το ωραιότερο
τραγούδι σου ψιθυρίσει,
εσύ τα βάζα σου
άδεια θα κρατήσεις,
την κουρτίνα σου
θα τραβήξεις
για ν΄ αναπολήσεις την ουσία
μιας συγκίνησης,
τη γνησιότητα εκείνης
της στιγμής.

Κι αν όλα τώρα,
είναι μια θύμηση,
τούτη η ανάμνηση στο παρόν
ενεδρεύει,
τ΄ οξυγόνο της διοχετεύει,
σε τυλίγει σφιχτά και μέσα από
δάκρυα ζεστά,
η δύναμη της ψυχής σου,
τούτη την αίσθηση,
κάνει πάλι δική σου.

26.6.11

Ταπεινά λόγια



Αν το ακούσεις με μουσική
συμπεραίνεις: έρωτας.
Αν το ψιθυρίσεις με χαμόγελο
αποφαίνεσαι: φιλία.
Αν το αγγίξεις με βελούδο
συνοψίζεις: αγάπη.
Αν όμως το φιλέψεις μ΄ όλα αυτά
και όλα εκείνα που κρύβει ο νους
καταλήγεις: ιδεολογία.
Εσύ, μια ιδεολογία, τώρα.
Να ονειρεύομαι, να αγωνίζομαι,
να μελετώ, να ελπίζω.
Εσύ μια ιδεολογία, πια,
μαζί σου να κάνω τα πάντα.
Όλα αδιαίρετα και μοναδικά,
Όλα μεταμορφωμένα στο ιδανικό.
Εσένα.

22.6.11

Η γυναίκα του Λωτ

Όταν καταρρίπτεται και η τελευταία δικαιολογία,
οι στίχοι γίνονται αλμυροί∙ ο εαυτός ανύπαρκτος.
Εξάλλου τον ακρωτηριασμό, μισερός τον κάνει.
Μπ.

Η γυναίκα του Λωτ παραμένει
μέσ΄ απ΄ όλα τα στατικά
δομημένα σχήματα.
Να δείξω τη γυναίκα του Λωτ;
Πώς; Αφού είναι απ΄ όλα
τα βουβά το πιο αλάτι,
το πιο ακίνητο του θανάτου
ενός θανάτου επίμονου
ακίνητου μέσα σε μια συνεχή
περιέργεια που εκφράζεται
με την κίνηση που απέμεινε
την τελευταία
φωνή κραυγαλέα:
ποιοι είσαστ΄ εσείς οι κόκκινοι
πυρωμένοι από φλόγες;
Ποιος είναι ο ακόλαστος
εγώ ή εσείς;
Τι γυρεύω εδώ εγώ
καταδικασμένη για πάντα στη σιωπή;
Βλέπω το τρομερό ξέσπασμα
της επιθυμίας σας και ΄γω
για πάντα θα μένω
αμέτοχη, βρίζοντας και φτύνοντας
κάτι κρυστάλλους επίμονους
που μου κατατρώγουν το στόμα.
Διψάω∙ δε θέλετε να μου δώσετε νερό
μου δίνετε μόνο αδιάντροπα
αυτή την τρομερή σας εικόνα.
Το ψωμί σας είναι λυσσασμένο
μα εγώ θα ΄δινα τα πάντα
για ένα ψίχουλο.

16.6.11

Σατανική σύμπτωση



Η ανυπομονησία
η καμία απολύτως βιασύνη
ο τρόπος του λέγειν
ο τρόπος του σιωπάν
η επιμονή
η εύσχημη υποχωρητικότητα
το ζωηρό ενδιαφέρον
το ράθυμο ενδιαφέρον
το αμέσως
το κόμπιασμα
το εξαρτάται απ' τον καιρό
το ασχέτως καιρού
το πολύ επιθυμητό
το αξεκαθάριστα επιθυμητό
και το κατ' ανάγκην

έχουν τον ίδιο ακριβώς κωδικό:

αλήθεια πότε θα σε δω;

Δεν είναι περίεργο;

13.6.11

Στη διάλυση του λαβυρίνθου



Κάτω από την καρδιά, ένα ποτάμι
πυρακτωμένης λάβας που συντρίβει
τη βάση της ίδιας απόστασης
όλων όσων ήμουν.
Κάτω από την καρδιά ένα σύννεφο καπνού
που θολώνει τους καθρέφτες, τους σκιαγραφεί
με λάμψη θανάτου.
Ήδη το τίποτα είναι τίποτα.
Εγκατάσταση τελική
στη διάλυση του λαβυρίνθου.


Μτφρ.: Β.  Χορμοβίτη

2.6.11

Απαράλλαχτα



Φύγανε μέρες πολλές, σαν σελίδες φωτορομάντζου
αφελούς, πλην όμως ονείρων πρόκληση.
Τα βράδια ίδια, τα πρωινά απαράλλαχτα,
επανάληψη φόβου, ντροπής, αδυναμίας,
χαλασμένα πράγματα. Κι εγώ, μέσα σ΄ αυτά.
Μονάχα εκείνο το τρέμουλο στο χείλι σου να ΄βλεπα
μπορεί ν΄ άντεχα τις νύχτες.
Μα περισσότερο εκείνα τα πρωινά
που προδιαγράφουν μια ίδια κι απαράλλαχτη μέρα.
Τροχός, χωρίς αρχή και τέλος.
Κι εσύ εκεί με τη φωνή σου,
να προσπαθείς να φτιάξεις ένα χαλασμένο πράγμα…

20.5.11

Αυτό το περίεργο ον



Ι
Είμαι αυτό το περίεργο ον λοιπόν.
Με το ένα εκατομμύριο σκέψεις.
Τα απόλυτα μαλλιά.
Τα καλλυμένα και σε μένα μάτια.
Είμαι ένα ον από λέξεις.
Στις ώρες ισορροπίας ενός κενού.
Από συνθέσεις ακατάληπτες στο νου μου.

ΙΙ
Και σκύβω από το παράθυρο του ερείπιου.
Διαβάζω αργά την άμμο.
Τους βράχους στον ουρανό.
Ενώ στο νερό γράφω αχινούς.
Και την ελάχιστη πνοή μιας μέδουσας.
Στην ετοιμότητα του ανέμου.

ΙΙΙ
Στο σπίτι είμαστε όλοι νεκροί.
Στις θέσεις μας δεν είναι κανείς.
Ίσκιοι κοιτούν μόνο ο ένας τον άλλο
Είμαι ένας ίσκιος κι εγώ.
Στον τοίχο.
Σ' αυτό το ποίημα
Τα κεριά στα κηροπήγια είναι νεκρά.
Ενώ λύκοι συνωμοτούν.
Στους ήχους του δάσους.

VI
Διακόπτεται η οπτική μου ζωή.
Από αισθήσεις τυφλές.
Αόρατες ώρες.
Σαν ποιήτρια της αστικής τάξης είμαι νεκρή.
Ζω στις διαθέσεις μιας αργής παύσης.

VII
Πλένω τα ποτήρια
Τοποθετώ τα πιάτα από το τίποτα στο ποίημα.
Ακόμα μια διευθέτηση.
Από το ένα κενό στο άλλο.
Το αδιόρατο είναι ένα διπλό όνειρο.
Έχει τελειώσει κι είναι στην αρχή.
Αυτή η στιγμή
Και η άλλη.
Παύει ο χρόνος.
Και αρχίζει ξανά.
Εγώ λοιπόν είμαι το περίεργο ον;
Όταν υπάρχει ο θάνατος.
Μια ώχρα γη.
Ψυχρή βροχή στα παράθυρα.
Κλειστός ο τάφος.
Κι ανοιχτός.
Αυτός.
Και άλλος.

17.5.11

Ανθρώπινες αδυναμίες



Το ψέμα ζεις στο όνειρο,
Ξυπνάς, μπροστά σου η αλήθεια.
Τυφλός όντας δεν βλέπεις,
Τα χρώματα αδιάφορα.
Δεν ακούς τα λόγια µου…
Θα άκουγες την μαρτυρία μου,
Αν διάβαζες τα χείλη μου.
Φτερά δεν έχεις να πετάξεις,
Καλύτερα ν’ ακούσεις τον αέρα.
Και τα πουλιά να φτερουγίζουν.
Πρόσωπα καμωμένα από πέτρα,
Τα βλέπω τα φαντάζομαι,
Λέω πως είναι άγγελοι.
Η πέτρα σπάζει το μυστήριο,
Τα όνειρα μου τσαλακώνονται,
Γίνονται χαρτιά σκισμένα.
Σημάδια ψάχνω για να βρω,
Ψηλά εκεί στ’ αστέρια.
Μια πρωτόγνωρη, άυλη μαγεία
Έρχεται και µε τριγυρίζει.
Το ψέμα, το όνειρο, η αλήθεια,
Πεταλούδες που πετάνε…
Αντίλαλοι οι φωνές τους…
Ανθρώπινες αδυναμίες…

12.5.11

Ιδανικό δωμάτιο


Κι αν κοιμηθώ;
Στο ιδανικό αυτό δωμάτιο της λήθης;
Με το άγαλμα του σώματός σου στο κέντρο;
Τα αντικείμενα ακαθόριστα
Κι ένα θραύσμα μόνο της μνήμης;
Ακρωτηριασμένο το φως.
Χωρίς καιρό.
Στην εποχή μιας σελήνης
Υποθετικής.
Σε διάσταση με τον ήλιο.
Κι αν κοιμηθώ;
Κενή κι εγώ
Από την υπόστασή μου;
Ποιος θα υπολογίσει τότε τον ύπνο.
Των πραγμάτων.
Των εμπειριών.
Όλων των απουσιών μου στο τέλος;

7.5.11

Αδιέξοδο


Να σ΄ αφήσω, λέω
να πλανιέσαι
σε φώτα νυχτερινά
πιθανοτήτων.

Φοβάμαι, ξέρεις, μήπως,
στο καταμεσήμερο της βεβαιότητας,
η μαγεία σου χαθεί.

1.5.11

Δεν ήξερα


Τον προηγούμενο καιρό
διάβαζα ποιήματα δακρυσμένα,
στίχους χαραγμένους με πίκρα,
με πόνο, με οδύνη.
Κι έλεγα: «άστους για το αύριο
που η πίκρα, ο πόνος, η οδύνη
θα ξεχυθούν μανιασμένα από την αναμονή».
Τώρα, μου φαίνονται εξόχως αισιόδοξα.
Είναι που ήξερα το τέλος,
μα δεν γνώριζα την ένταση της οδύνης.
Είναι που δεν ήξερα εσένα.

22.4.11

Ραντεβού ΙΙ



Έτσι για να είναι ωραία η ζωή,
για να είναι ζωή,
περιμένω την επόμενη φορά
κρατώντας τη γεύση σου, νωπή…
Μπ.

Ήταν κιόλας αργά κι όμως δεν φεύγαμε
πικρή η συνομιλία και δεν τέλειωνε
και τι συνομιλία να πεις –φράσεις μισές
«τώρα πια μόνο…» ή «ποιος ξέρει αν…»

Αν εξαιρέσουμε τυχαία συναπαντήματα
είχαμε κοντά χρόνο να ιδωθούμε
ή μάλλον πιο πολύ, ναι, από τότε που…
και τώρα τι να πρωτοπείς, τι να…

όσο να με καλωσορίσει, όσο να παραγγείλουμε
είχε γυρίσει ο ήλιος, άλλαζε το φως
προχωρημένο πια φθινόπωρο κι έκανε ψύχρα
ίσως δεν έπρεπε να κάτσουμε σ΄ αυτό το τραπεζάκι.

17.4.11

Ένσταση για μια παύλα



Εκείνη τη φθινοπωρινή μέρα
άργησες να στείλεις
τον πιο μακρύ χαιρετισμό σου.
Σαν το γέρικο χελιδόνι
που άφησε ξαφνικά
την παλιά σκεπή μου.
Κι όμως, η Άνοιξη
εξακολουθεί να έρχεται.
Η ζωή γιατί δεν γυρνά;
Μπ.

Κατά το «δοκούν» βιώνω,
ανήκοντας σε κάστα ικανή να αγνοεί
των συνανθρώπων ή της ανάγκης τα κελεύσματα.

Ακόμα κατά το «δοκούν» ευδαιμονώ,
των ημερών μου ηνίοχος,
διανύοντας ήρεμα τον προκαθορισμένο για μένα χρόνο,
εφοδιασμένη, πλην των ηνίων,
με τις προϋποθέσεις για μια συνετή διαδρομή.

Επίσης κατά το δοκούν ευδαιμονώ,
την αμβροσία με το ψωμάκι ταυτίζοντας,
το νέκταρ με το νερό και με του μη εφικτού την παραδοχή.

Κάποτε κάποτε πάλι ευδαιμονώ αιθεροβατώντας
πάνω σε μελιχρότατους μουσικούς φθόγγους ή
σε δεινών χειριστών της γραφίδας στίχους.

Θεϊκής απογείωσης ώρα, καθώς
ραβδοσκοπώντας το χώμα που πατώ ή
τον ουρανό που ατενίζω,
δαμάζω την βαρύτητα.

Κι όταν η ώρα του νόστου σημάνει,
την ωραία μελωδία, το βάθος ή το κελάρισμα
κάποιων στίχων αναπολώντας,
καθώς βαδίζω, υψηπετώ, οπότε επιτρεπετές
οι προεκτάσεις ή αμφισβητήσεις
σε αισθητηρίων μηνύματα.

Έτσι, ενίσταμαι για την πολυσήμαντη παύλα –
των ματιών μου ακίδα-
που αναμένει να συνδέσει την αρχή
με το ελευσόμενο κάποτε τέλος.

Δεν είναι άρνηση του αναπόφευκτου.
Όμως τα σήμαντρα στης Εδέμ τον πυλώνα
δεν έγιναν ποτέ προπομποί θλίψης.

11.4.11

Ξεφύλλισμα



Τις νύχτες βάζω τ΄ όνειρο σ΄ ένα βιβλίο
ν΄ ανακατευτεί με τα ξένα γραφτά
να βάλει νου και να συμμορφωθεί.
Όπως ακριβώς πρέπει.
Εκείνο με πείσμα κρατά τη μεγαλοσύνη του
κι όταν ξημερώσει βρίσκω τα γράμματα
έξω από τις σελίδες, καθισμένα γύρω του
σαν νήπια στο μεγάλο θέατρο.
Δεν ξέρω αν με βλέπεις όταν διαβάζεις.
Δεν ξέρω αν με βλέπεις καν.
Κάποια μέρα θα σου στείλω
όσα πέρασαν κι όσα περιμένω ακόμη.
Και τότε θα καταλάβεις πώς έμαθα
να λογαριάζω το χρόνο ανάποδα.

7.4.11

Απόθεμα



Οι τσέπες σου περιέχουν
μόνο τις φλούδες της ψυχής μου.
Άρωμα νερατζιού.
Αυτού που τρώγεται, γλυκό θα γίνει.
Καιρό θα στέκεται, ανέγγιχτο
και τελειωμένο στο βαζάκι της ζωής σου.

Γεύση γλυκιά.
Αποθέματα με το φόβο της πενικιλίνης
για κάθε πίκρα του τσιγάρου σου.
Κάθε πού αργοσβήνει
γλυκιά ανάμνηση αρχίζει.

Κι όταν θα το τελειώσεις,
λουκέτο στην πόρτα της καρδιάς μου
θα δεις.
Και δεν θα ξέρεις
πού να ψάξεις το κλειδί.

30.3.11

Happy days



δε χρειαστήκαμε
ποτέ
λοβοτομή

εισαγωγή, περίθαλψη,
κούρα με λίθιο

εμάς
μας συνοψίζει
ένας
αμανές

26.3.11

Χίλια περιστέρια



Πήρα λουλούδια κι έπλεξα
στεφάνι να σου κάνω
κι ένα άσπρο σύννεφο
κι ένα άσπρο σύννεφο
εκεί για να σε βάλω

Και χίλια περιστέρια
να σου φιλούν τα χέρια
κι εγώ να σ΄ αγαπώ
κι εγώ να σ΄ αγαπώ

Πήρα απ΄ τ΄ αηδόνια τις φωνές
να λέω τ΄ όνομά σου
και από χίλια αρώματα
και από χίλια αρώματα
έφτιαξα τ΄ άρωμά σου

Πήρα των αστεριών το φως
χρυσάφι να σε ντύσω
την αγκαλιά μου άνοιξα
την αγκαλιά μου άνοιξα
εκεί για να σε κλείσω.

21.3.11

Το φιλί του Ιούδα



Σου αρέσουν τα φιλιά,
έμαθα τελευταία.
Τσάμπα εκδιδόμουν λοιπόν…
Μπ.

Αγαπώ στον ακάλυπτο
Είμαι καλή με τα ζώα
Εκτρέφω παιδιά σε μπαλκόνια
με τσιριξιές, αναλαμπές, χαστούκια κι έχει ο θεός
Πεινώ κι αρπάζω ό,τι βρω κι ό,τι μου βρει η τηλεόραση
δραματικά φωτορομάντζα εισαγωγής κι εγχώρια,
χαρμόλυπες ιστορίες, πρόσωπα που ριγούν στο
ημίφως της δημοσιότητας, ξέφτια, σκουπίδια,
μπεστ-σέλερ τριάντα τριών και άνω ανατυπώσεων
Εκδίδονται
Άνευ λόγου και τέχνης λογοτέχνες
Και γεννηθήτω σήριαλ
Ο Ύμνος της Ηλίθιας Νοικοκυράς
Ο Ύμνος της Ηλίθιας Γυναίκας Δούλας και Κυράς
Γλυκό εσωρουχάκι αυστηρών προδιαγραφών
Υποταγή στο ξεσκονόπανο της Ιστορίας
Με θέλουν να τ΄ αγοράζω
Με θέλουν να τα διαβάζω
Οι άντρες στις μάντρες με χάντρες
Οι κύριοι του χρηματιστηρίου και των επιθυμιών του
με στιλβωμένα άψογα υποδήματα
σιδερωμένη πάντα τσάκιση
από μια πεθερά με το πεπειραμένο άσφαλτο χέρι χειρουργού
Με θέλουν ροζ, λίγα παχάκια παραπάνω, έστω
Μια προσφορά από ινστιτούτο καλλονής
Και θα με κάνουν καλλονή
Λίγο να κάνω υπομονή,
Και, δόξα να ΄χει, θα με βάλουν στ΄ όνειρό τους
το χρυσελεφάντινο
Αξιών Αθηνών και πάσης Ελλάδος,
κέρδους κέρδους κέρδους αμήν
πιάτσας πιάτσας πιάτσας αμάν
Γνώστες καλοί των ορίων
Του Εδώ παιδιά δε μας παίρνει
Δεν πάει άλλο
Πίσω απ΄ τα όρια, τα περιθώρια
Τα βλέπω να στενεύουν
Προδιαγεγραμμένα, σαφή, αναπόφευκτα
πολύ πλαστικό, πολύ ροζ, πολύ ξέφτι, πολύς αχταρμάς δοξασμένος, πολύ
ανέκκλητο
έμφραγμα.

10.3.11

Μ΄ αρέσει



Μ΄ αρέσει όταν σβήνει η μέρα
να βάζω ξύλινα θυρόφυλλα
στα πάθη.
Ν΄ αφήνω έξω
τη βασανιστική απουσία
τη βασανιστική παρουσία.
Να γεμίζω το μαξιλάρι σιωπή
να τη νιώθω
ως την άκρη των δαχτύλων.
Τότε φέρνω ήλιο για ν΄ ασπρίσω
το μελάνι της νύχτας.

7.3.11

Μάσκα


Πέρσι μια κολώνα γράπωσε έναν αητό.
Σκέφτηκα πόσο σε χρειαζόταν,
να ΄σουν εδώ να τον ελευθερώσεις.
Φέτος μια ζωή γράπωσε τη δική σου.
Σκέφτομαι να ΄ταν εκεί ένας αητός
να σε ελευθερώσει.
Όπως και να ΄ναι τίποτα δεν με θέλει
κοντά σου. Ούτε της μάσκας η γιορτή.

28.2.11

Όταν το σώμα


Όταν το σώμα
υποσχεθεί τον εαυτό του
κι εκπληρώσει την υπόσχεσή του
επιθυμώντας με φωνές
που ξεχύνονται στον κήπο
και κολλάν στους κλάδους
σαν ρετσίνι,
όταν το σώμα εξαρθεί αναγγέλλοντας
«υπάρχω απόλυτα στο χάος»
και κάτω από δυνατούς γλόμπους
ανοίξει στα δύο
για να χωθεί μισό
στο άλλο μισό του άλλου,
όταν ο λόγος του γίνεται
κατακόρυφη γραμμή
που το συνδέει με τα ουράνια,
όταν το σώμα
φαρμακωθεί απ' τους χυμούς
φασκιωθεί απ' τ' αγγίγματα
φανερωθεί σαν ολομόναχο
και συνεπαρμένο,
όταν όσα δίνει καταπίνει
όπου πιέζει ενδίδει,
όταν η μετρημένη επιφάνειά του
έχει μετρηθεί άπειρες φορές
με το μάτι, το στόμα
το φακό του χρόνου εξονυχιστικό
πάνω στο κάθε σπυρί, πόρο
όταν κουλουριαστούν ξέπνοες
οι ωραίες αναλογίες
κι εξαντληθεί το επιχείρημα
«ερωτεύομαι άρα υπάρχω»
οι φωνές ξαναγυρίζουν
στις ρίζες των νεφρών
κι ένα πουλί κρυμμένο
αλώβητο στα τόσα σάλια και φιλιά
πετάει, φεύγει πάνω
απ' τον ερημότοπο
σπαρμένο δόντια και μαλλιά,
που άφησε πίσω του το σώμα,
όταν το σώμα...

27.2.11

Δωσ΄ μου μια μέρα


Δώσ'μου μια μέρα
Να κατοικήσω στα μάτια σου
Δώσ'μου μια νύχτα να παραδώσω ψυχή
Σαν τον αγέρα
Σφυρίζω στα μονοπάτια σου
Τη μοναξιά μου δεν την ξεπλένει η βροχή

Αχ πουλάκι μου στο λέω
Καταστράφηκα
Δίχως τη δική σου αγάπη
Μα στη δίνη του μυαλού μου
Αντιστάθηκα
Μη σε χάσω και χαθώ

Δώσ'μου ένα δρόμο
Να περπατήσουν τα πάθη μου
Να βρουν τη χώρα
Που τα όνειρά σου καρατάς
Γίνε ποτάμι
Να παρασύρεις τα λάθη μου
Κι αν θες να φύγεις
Θα γίνω δρόμος να πας

Αχ πουλάκι μου...

23.2.11

Αδιέξοδο



Οι ιδέες τραβιούνται σαν λαστιχένια φίδια
Φάρδυνα τον ουρανό και είναι άδειος

Κραυγάζω, σαν τους τρελούς που ξαπλώνουν πάνω στην άσφαλτο
και ζητούν να φυτέψουν δέντρα μεσοστρατίς
Παραπατώ, σαν τους μεθυσμένους που ζητούν να γεμίσουν το κενό,
το τεράστιο καζάνι του χρόνου

Φοβάμαι την τοποθέτησή μου
σαν ένα κουρέλι πάνω στην παλάμη της γης

13.2.11

Τραγούδι για κουβάρι και φωνή



Θα τραγουδήσω σιγανά για σένα
Που έχεις κρυφτεί και δεν ακούς.
Και τρως μέσα στη θλίψη τη ζωή σου,
Αν κι έχεις αρχαγγέλου φως.

Η λύπη σου έχει έναν καθρέφτη
Κι όλο κοιτάζεται κι όλο λυπάται.
Μα βρήκα εγώ μες στο πατάρι ένα καλάθι
Όλο κουβάρια και κουμπιά
Κάμποσες άγνωστων φωτογραφίες
Κι ανάμεσα και μια δική σου:

Μαζί βγαίναμε από κάποια εκκλησία.
Οι άλλοι σιγοκλαίγανε και σκύβαν.
Όμως εσύ, στηριγμένος στο χέρι μου,
Κρατούσες το βλέμμα σου ψηλά,
Προς ένα ουρανό που ακόμη
Δεν έχει φθαρεί μες στο χαρτί.

Απ΄ αυτήν τη γωνιά της εικόνας,
Που τη λησμόνησες ή την οικτίρεις πια,
Εγώ σαν φίλος τώρα σε κοιτάζω,
Σαν κάποιος που σ΄ έχει αγαπήσει.

Ω, πώς να μ΄ άκουγες που ακόμη
Για σένα τραγουδώ ολομόναχος.
Και που δε βρήκαμε πολλά, αυτός δεν είναι
Λόγος να ζούμε με τα λίγα.
Κάτω απ΄ τον άπληστο ουρανό
Γιατί να ντρέπομαι και να φοβάμαι;
Με τα πολλά που τόλμησα να φανταστώ
Πηγαίνω
Και που είναι
-Σαν να τα έχω αξιωθεί-
Μεγάλα.

7.2.11

Την τελευταία στιγμή



Κατέβαλα κάθε δυνατή
κάθε φιλότιμη προσπάθεια
Έγιναν κατά γράμμα όλα
Δόθηκαν οι σωστές απαντήσεις
(ακόμη και στις λάθος ερωτήσεις).

Μέχρι την τελευταία στιγμή όμως
ποτέ δεν ξέρεις
Έτσι φτάσαμε εδώ φίλε μου
και ιδού: τα φρεσκοκαμένα μου κουλουράκια
είναι δικά μου
και σίγουρα θα βρω κάποιο τρόπο
να είμαι περήφανη γι' αυτά.

5.2.11

Άκρο



Η γυναίκα ολοκληρώθηκε.

Το νεκρό κορμί της φοράει το χαμόγελο της εκπλήρωσης,
η ψευδαίσθηση μιας χρείας ελληνικής
κυλάει στις έλικες της τηβέννου της,
τα γυμνά πόδια της φαίνονται να λένε:
Φτάσαμε τόσο μακριά, τετέλεσται.

Κάθε νεκρό παιδί κουλουριασμένο -άσπρο φίδι-
ένα σε κάθε μικρή κανάτα γάλα, τώρα άδεια.
Τα ΄χει διπλώσει ξανά μες το κορμί της
σαν πέταλα ρόδου εν παρόδω, όταν ο κήπος
κοκαλώνει και μυρωδιές αιμορραγούν
απ΄ τους γλυκείς βαθείς λαιμούς του νυχτολούλουδου.

Δεν έχει λόγο να λυπάται η σελήνη,
καθώς κοιτά επίμονα απ΄ την οστεοθήκη της.

Είναι συνηθισμένη σε τέτοια πράματα.

Τα μαύρα της σέρνονται και κροταλίζουν.


Μτφρ: Κ.  Λυμπέρη

31.1.11

Το μεθυσμένο καράβι



Είδα αρχιπέλαγα αστρικά! Κι είδα νησιά με πάθος
Ν' ανοίγουνε τα ουράνια τους στον κάθε ναυτικό.
-Μήπως κοιμάσαι εξόριστο, σ' αβυσσαλέο βάθος,
Σμήνος πουλιών ολόχρυσων, Σφρίγος μελλοντικό;-

Μα φτάνει! Έκλαψα πολύ! Οι Χαραυγές φαρμάκι,
Κάθε σελήνη απαίσια, κάθε ήλιος φοβερός:
Μ' έριξε ο άγριος έρωτας στης μέθης του τη νάρκη.
Να έσπαζε η καρίνα μου! Να μ' έπαιρνε ο βυθός!


Απόσπασμα
Μτφρ: Σ. Πασχάλης

21.1.11

Τα ποιήματα της τρελής



Φιλήστε
Μέχρι τα χείλη σας να ματώσουν

Ουρλιάξτε
Μέχρι οι φωνητικές σας χορδές να σπάσουν

Πετάξτε
Μέχρι να διαλυθούν τα φτερά σας

Αγαπήστε
Μέχρι να γίνουν θρύψαλα οι καρδιές σας

Ζήστε
Μέχρι θανάτου

Τότε μόνον θα μάθετε
Τι σημαίνει ελευθερία.

9.1.11

The door of the Doors

Μου χάρισες τα τραγούδια
που ανοίγουν την πόρτα
να σκορπίσει το παρελθόν σαν φύλλο
στον άνεμο της μίας μοναδικής αγάπης.
Επειδή έγραψες γι΄ αυτά:
Όλα των Doors είναι για σένα, με αυτά μεγάλωσα, με αυτά αγάπησα, με αυτά πόνεσα, με αυτά αλήτεψα, με αυτά αγαπάω και τώρα. Είναι τα αγαπημένα μου από τους Doors. Για σένα. Σ΄ ευχαριστώ για όλα γιατί μόνο εσύ με γύρισες πίσω πολλά χρόνια και τα θαμμένα αισθήματά μου λύτρωσα και πάλι χάρη σε σένα.

Σου χάρισα αγάπη που δεν γνώριζα ότι κατείχα.
Στην πρόσφερα με χίλιους τρόπους.
Πολύτιμη ένιωσα για λόγους
που αγνοούσα.
Επειδή έγραψες γι΄ αυτήν:
Το ΄γραψες ήδη στο γράμμα. Μ΄ έλιωσες. Δεν μου έχουν ξαναγράψει έτσι. Είσαι μοναδική. Να το ξέρεις. Σ΄ ευχαριστώ. Είναι τιμή μου που διάλεξες εμένα.

Έμαθα να ιχνηλατώ κοντά σου
συνήθειες άλλες.
Να βγάζω το ίδιο συμπέρασμα
για εκεί και για εδώ.
Επειδή έγραψες γι΄ αυτό:
Τα βαρέλια των κρασιών μου θυμίζουν τον βρώμικο κόσμο που ζούμε. Πολλή βρώμα μένει στο τέλος. Τα καθάρισα. Κατακάθι και άσχημη μυρωδιά. Δεν είχα και την πείρα…

Κατέκρινες το πλάσμα που αγαπώ.
Εσένα.
Και χάιδεψες τ΄ αυτιά μου
με τα φτερά της ελεύθερης καρδιάς του.
Επειδή έγραψες γι΄ αυτήν:
Άμα το πω θα γίνει σεισμός. Η καταστροφή του τόπου. Δύσκολα βρίσκουν τέτοιους μαλάκες σήμερα. Γι΄ αυτό είμαι κατά οιασδήποτε παράδοσης. Οι παραδόσεις είναι παγίδες για τις ελεύθερες καρδιές.

Ονειρεύτηκα το αδύνατο
και το φύλαξα ζεστό,
την παγωνιά της ζωής σου,
να διώχνει.
Επειδή έγραψες γι΄ αυτό:
Σε κάποιο σπιτάκι στον τόπο σου; Μ΄ αρέσει. Πολύ. Έχει ύφος σαν μέρος. Και τα πάντα μετρώνται από το ύφος. Μπουκόφσκι: όλα είναι στυλ. Θα ΄θελα να ΄χαμε ένα μικρό σπιτάκι εκεί που πήγα και να περνάγαμε μαζί το καλοκαίρι. Δυο δωμάτια είναι υπεραρκετά, με μια μικρή αυλή και μια μικρή κούνια, να καθόμαστε και να βλέπουμε τον ήλιο να δύει, πίνοντας τεκίλα μαργαρίτα, αγκαλίτσα στη διθέσια κούνια, να ταλαντευόμαστε αργά, και να μας χαϊδεύει η θαλασσινή αύρα στα πρόσωπα. Αυτή είναι ζωή. Αυτή τη ζωή γουστάρω. Τα απλά πράγματα με γοητεύουν.

Θυμήθηκα ότι είμαι άνθρωπος
που μπορεί να τραγουδήσει ακόμη.
Τραγούδια, μόνο για σένα.
να ξετυλίγουν το κουβάρι της ζωής σου.
Επειδή έγραψες, ξανά, γι΄ αυτά:
Και ν΄ ακούμε Doors. Οι αγαπημένοι μου Doors. Είχα να τους ακούσω πολλά χρόνια. Δεν μπορώ ακούω αυτά που αγαπώ όταν είμαι άδειος. Βέβαια, αυτό που λες, ότι είναι μια παρηγοριά ότι κάποτε «ήμασταν», με διατηρεί κάπως. Αυτά σκέφτομαι πριν με πάρει ο ύπνος. Τώρα όμως σκέφτομαι άλλα. Εσένα.

Κοιμήθηκα στα όνειρά σου,
σαν διαρρήκτης.
Αλαφροπάτησα μην ταράξω
εκείνους που τα κατάργησαν.
Επειδή έγραψες γι΄ αυτά:
Χθες βράδυ πήγα να σαλτάρω. Είχα νεύρα. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Μην τυραννάς το μυαλό σου. Σε παρακαλώ. Έτσι βασανίζεσαι και δεν κερδίζεις τίποτα. Δεν υπάρχουν άλλοι επί του παρόντος. Αυτό φτάνει. Αρκεί. Αλλά δεν θέλω να σε βλέπω να στενοχωριέσαι. Δεν το αντέχω.

Έγινα πόθος
φορώντας επιθυμία.
Σ΄ έβαλα σε κάθε βήμα μου.
Πλάι μου και μπρος μου.
Επειδή έγραψες για αυτό:
Θα ΄θελα να μέναμε κοντά ..αυτό μόνο. Να σε βλέπω κάθε μέρα, να συζητάμε, να βολτάρουμε, να ερωτευόμαστε, να μεθάμε, να πηγαίνουμε σινεμά, να πίνουμε καφέ, αυτά θέλω εγώ.

Αγάπησα την κάθε μέρα που φέγγει
στην απλότητα Ανατολής και Δύσης.
Κάθε μέρα με μια φρέσκια πινελιά,
στα ίδια απλά πράγματα.
Επειδή έγραψες γι΄ αυτήν:
Όλη η ουσία της ζωής είναι στα απλά πράγματα. Φτάνει να τα κάνεις μ΄ αυτή που αγαπάς. Η συνήθεια θα κάνει και σε ΄μας την εμφάνισή της, Σίγουρα. Το θέμα είναι να καθυστερήσει όσο πιο πολύ γίνεται.

Άλλαξα την αρίθμηση στα κεφάλαια της ζωής μου
για να ΄μαι αδιάκοπτα, εσαεί πλάι σου.
Όπως-όπως.
Αγάπησα την επιθυμία σου περισσότερο κι από σένα.
Επειδή έγραψες για αυτήν:
Θέλω μια χάρη από ΄σενα. Να ΄σαι μαζί μου με οποιαδήποτε μορφή. Όσο πιο πολύ γίνεται, σε θέλω μαζί μου. Δεν θέλω να με ξεχάσεις. Ακόμη κι αν γνωρίσεις κάποιον άλλον. Αυτό μόνο σου ζητώ. Δεν μπορώ να σου απαγορεύσω κάτι. Απλά να μη με ξεχάσεις. Τίποτα άλλο δεν σου ζητώ.

Παρέδωσα τον εαυτό μου στον δικό σου
με εχέγγυο τα λόγια σου.
Εκεί τον άφησα για να θυμάσαι
ότι είσαι όλα.
Επειδή έγραψες για αυτούς:
Ας αφήσουμε τους εαυτούς μας να αγαπηθούνε και τίποτα περισσότερο. Είμαστε rock κι έτσι θα πεθάνουμε. Να λες σε όλους ότι αυτός δεν έχει τίποτα...

Έβγαλα απ΄ το κουτί τη λαχτάρα μου
και την άφησα να φτιάξει το μέλλον.
Κοντά σου.
Στον μάτι του κυκλώνα της αγάπης σου.
Επειδή έγραψες γι΄ αυτήν:
Συχνά κάνω ανακεφαλαιώσεις. Παθαίνω σοκ. Πώς πήγανε έτσι τα πράγματα; Ανεμοστρόβιλος. Βαθειά μέσα μου, έχει κάτσει αυτό που είπες. Αν δεν το κάνεις θα θυμώσω. Μη λες τέτοια πράγματα. Κάνω σχέδια. Είπες ότι θα ΄ρθεις εδώ. Κοντά μου.
Αν είναι πλάκα να μου το πεις….




Και τώρα; Τώρα τι;
Τώρα έσπασες τους δίσκους ή μήπως έβαλες φωτιά στις λέξεις;
Καθάρισε ο κόσμος ή θάφτηκαν οι παραδόσεις;
Μήπως έσπασε η κούνια ή το ύφος έγινε κοινό;

Και τώρα; Τώρα τι;
Πήρε ο αέρας τις στέγες των σπιτιών ή μήπως έγιναν τα φτερά, ποδάρια;
Γέμισες το μαξιλάρι σου, γαλήνη ή έβαλες την πραγματικότητα να παίξει τ΄ όνειρο;
Μήπως κατασκεύασες συνήθεια ή αντέχεις τον πόνο μου;

Και τώρα; Τώρα τι;
Έγινες όπερα με αρχή και τέλος ή μήπως λησμόνησες ότι σε περιμένουν κάπου
όλες οι ευχές του κόσμου;
Φοβάσαι να τις πάρεις ή δεν διαισθάνθηκες ότι εξακολουθώ να είμαι εδώ, κοντά σου;
Προσμένεις να καταλαγιάσει το ατέλειωτο πηγαινέλα μου ή δεν το κατάλαβες;

Και τώρα; Τι φοβάσαι περισσότερο;
Αυτά που έκανες ή αυτά που δεν έκανες;

Και τώρα, πολύτιμος είσαι
κι εγώ κοντά σου.
Κι αν ανάξιες είναι οι ευχές μου
δεν παύουν να ζεσταίνουν τον κόσμο
που φτιάξαμε εσύ κι εγώ.
Εκεί θα σε περιμένουν.
Μαζί μου.
Κι αν δεν τις ανταποδώσεις
κι αν στα μάτια δεν μπορείς να με κοιτάξεις
επειδή ξέρω αυτά που δεν μου είπες,
να θυμάσαι ότι όλα διορθώνονται
εκτός από τον πόνο μου για την απώλειά σου.

Είναι σαν θάνατος.

8.1.11

Στα λιμάνια ανάψανε φωτιές



Κοίταξα κάτω απ΄ το νερό,
περπάτησα πάνω από τα σύννεφα
Ξανά μόνο μια βαλίτσα δάκρυα μου ΄μεινε.
Μου φτάνει που είδα ό,τι βλέπεις.
Μπ.


Πες μου τι ζητάς
στους σταθμούς που αγάπησες
ό,τι κι αν σου πουν
οι πυξίδες δείχνουν πάντα το βοριά.

Αν δεν προδοθείς
απ' τα χνάρια που άφησες
δεν θα λυτρωθείς
αν γυρίζεις στα λημέρια της πληγής.

Τα ντουμάνια στου τρένου τις γραμμές
σου δείχνουνε το χθες θες δε θες
Στα λιμάνια των φάρων οι ριπές
ανάψανε φωτιές αχ μην κλαις.

Αν χαθείς ξανά
στης καρδιάς τον μαχαλά
Κάπου εκεί κοντά
Μεθυσμένη περιμένει μια σκιά.

Βάλσαμο γλυκό
Θα 'μαι δίπλα σου εγώ
χάρτης που διψώ
το μελάνι της πορείας σου να πιω.

7.1.11

Στη Γη




Όταν το χαμένο παρελθόν
εμβολίζει όλο και περισσότερο το σήμερα,
αρρώστια του νου ή συντριβή, συμβαίνει.
Δυστυχώς για μένα, εξακολουθώ να
σκέπτομαι υγιώς.
Μπ.

Μιλάω σήμερα στη γη και της λέω:
Γη καλή με τα πουλιά της νύχτας
σιωπηλά με μαύρα φτερά
και τα πουλιά της μέρας τα ομιλητικά
με τα νερά τα αλμυρά και τα γλυκά
που ζούνε τη δική τους τη ζωή
φλύαρη, θωπευτική
και φυσικά αδιάφορη,
γη που ΄σαι όλη κι όλη ό,τι ξέρω από τη φύση
-κι ο ουρανός δικό σου πράγμα είναι-
και θα στρωθείς απάνω μου
σα μαλακή κουβέρτα
με λίγες φωτογραφίες μου χωμένες στα συρτάρια,

μίλα μου, συμβούλεψε και πες μου

πως όσο ζούνε οι άνθρωποι δεν πρέπει να τους κλαίμε
κι ας λείπουν απ' το πλάι σαν το νερό απ' τη γλώσσα
πως όσο ζουν υπάρχουνε μέσα σε άλλες φυσικές καλλονές
κοιμούνται, ονειρεύονται, γεύονται φρούτα, ψάρια
πάνε στη δουλειά, φροντίζουν τα παιδιά τους.

Γη που από μικρή με γλύκαινες
-σαν μ' είχανε μαλώσει
αντίκριζα τη θάλασσα
κι ανέβαιν΄ η καρδιά μου-
ρίξε το βάλσαμο ξανά, να στυλωθώ

να σκέφτομαι τον έρωτα
σα να μου τον διηγόνταν,
σα να μου είχε εξηγηθεί
ο πόνος η απουσία
και μες στην κολυμπήθρα σου
πάλι να φανταστώ τα σώματά μας
να κολλούν χωρίς οδύνη
εγώ κι εκείνος
σαν φτερωτά ζωάκια
χυμένοι μες στη φύση
να χάνουμε σε σημασία
κερδίζοντας σε αγάπη.

5.1.11

Νοσταλγία



Θα πρέπει να ΄ταν όμορφα τα χρόνια
που το χιόνι έπεφτε στην ώρα του
έλιωνε στην ώρα του
και τα ρυάκια πότιζαν με τη σειρά τους
τα φτωχικά μας περιβόλια.
Τώρα μπερδεύτηκαν οι εποχές
ο χρόνος θρυμματίστηκε
το νερό στεγνώνει αμέσως όπου ν΄ αγγίξει
τα πηγάδια θεόξερα σκοτεινά
κάπου μακριά σφυρίζει ένα τρένο
δεν το βλέπει κανείς μόνο ακούγεται
τα πλοία σαλπάρουν κρυφά τις νύχτες
και κανείς δεν ξέρει τι φορτώσανε
κι εκείνα τ΄ άγνωστα πουλιά
που γέμισαν τελευταία τους κήπους μας
και δε γνωρίζουμε από πού μας έρχονται
και πώς τα λένε.

2.1.11

Σας άφησα μήνυμα



Εμπρός εμπρός με ακούτε; Εμπρός
από μακριά τηλεφωνώ. Δεν ακούγομαι
τι, ξεφορτίστηκε η απόσταση;
Από κινητό διάστημα μιλάτε;
Να ξαναπατήσω το μηδέν; Κι άλλο;
Με ακούτε τώρα;
Ναι μου δίνετε σας παρακαλώ τη μαμά μου;
Τι αριθμό πήρα; Τον ουρανό
αυτόν μου έχουν δώσει. Δεν είναι κει;
Μπορώ να της ουρλιάξω ένα μήνυμα;
Είναι μεγάλη ανάγκη πείτε της
είδα στον ύπνο μου ότι πέθανε κι εγώ
μικρό παιδί κατουρημένο γοερά
μούσκεμα ο φόβος ως απάνω
κι ακόμα να στεγνώσει.

Να ΄ρθει να τον αλλάξει.

Αν δεν μπορέσει, της λέτε ακόμα ότι
ωρίμασε εκείνη η παλιά φοβέρα της
πως θα με φάει ο γέρος αν δεν τελειώσω
το φαγητό μου.
Ωρίμασε έγινα γεύμα γήρατος.
Όχι σε ταβερνάκι ονείρου.
Σε κάποιο λαϊκό μαγέρικο που άνοιξε
ο καθρέφτης.